Σάββατο 1 Μαΐου 2010

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ [Σημειώματα ποιητικής και ηθικής]

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Ένας νέος ποιητής μ' επισκέφθηκε. Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του εργασία και με φαίνονταν σαν κάπως να λυπούνταν, βλέποντας το καλό σπίτι που κατοικούσα, τον δούλον μου που τον έφερε ένα καλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα σε καλό ράπτη.
Είπε: "Τι φρικτό πράγμα να έχει κανείς να παλεύει, να βγάζει τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για το περιοδικό σου, αγοραστάς για τα βιβλία σου".
Δεν θέλησα να τον αφήσω στην πλάνη του και του είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής: Δυσάρεστη και βαριά η θέσις του, αλλά τι ακριβά που με κοστίζουν εμένα, οι μικρές μου πολυτέλειες. Για να τις αποκτήσω βγήκα από τη φυσική μου γραμμή και έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος [τι γελοίο] και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα [στις οποίες πρέπει να προστεθούν και οι ώρες του καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχσονται]. Τι ζημιά,.. τι ζημιά, τι προδοσία. Ενώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμία ώρα. Είναι πάντα εκεί, πιστό του καθήκοντος παιδί.
Πόσες φορές μες στη δουλειά μου μ' έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι και αναγκάζομαι να τα παραμελώ; Διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίζω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ' ανακαλέσω, αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η τέχνη να με λέγει: "Δεν είμαι δούλα σου εγώ, για να με διώχνεις σαν έρχομαι και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλύτερη Κερά του κόσμου. Και αν με αρνήθηκες- προδότη και ταπεινέ-, για το καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή σου κοινωνική θέση, αρκέσου μ' αυτά λοιπόν [που μπορείς να αρκεσθείς] και με τις λίγες στιγμές που όταν έρχομαι, συμπίπτει να είσαι έτοιμος να με δεχθείς, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένεις, όπως έπρεπε να είσαι κάθε μέρα.
Ιούνιος 1905
Απόσπασμα από την ομιλία του Γιώργου Καπράνου στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, για τον Κωνσταντίνο Καβάφη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: