Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008

"Ο ΝΙΟΡΑΝΤΕΣ" [Απόσπασμα 3]

[....]Στο δρόμο για τη Χώρα, μου εξομολογήθηκε τους λόγους της πρωινής του αργοπορίας.
-Ξέρεις, είμαι πολύ ιναμοράτος, [ερωτευμένος], με κάποια γυναίκα κ' αυτή δεν μου δίνει ελπίδες. Τη μια, μου ανοίγεται, μου δίνει θάρρος και την άλλη, γίνεται ψυχρή και απόμακρη. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι τα βράδια και δεν έχω μυαλό για τίποτα. Για σήμερα μου είχε πει πως θα συναντιόμαστε κοντά στο Μον Ρεπό, κατά τις δέκα. Πήγα κατά τσι δέκα παρά κουάρτο και περίμενα την αφεντιά τσι, μέχρι το μεσημέρι. Έγινα ρεντίκολο, γιατί περνούσανε και κάποιοι γνωστοί και με βλέπανε εκεί στημένο σαν την κολώνα του Ντούγκλα. [στήλη που είχε στηθεί για τον τελευταίο Άγγλο κυβερνήτη [Duglas]. Η σινιόρα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Άφανη και αόρατη. Θα την περιφρονήσω, δεν θα της δείξω καμιά ενόχληση, που με άφησε να την καρτεράω. Στις γυναίκες, άμα δείξεις πως είναι κάτι για σένα, τότε φουσκώνει ο αγέρας που έχουνε μέσα στο κεφάλι τους και γίνονται μπαλόνι έτοιμο να πετάξει. Αυτηνής θα τσι το ξεφουσκώσω το μπαλόνι, θα τσι το ξεφουσκώσω.
Από το σημείο αυτό, ο Σωσίπατρος άρχισε ένα διάλογο, φανταστικό, σχεδόν ένα παραλήρημα, με τη γυναίκα που τον τυραννούσε. Ο διάλογος αυτός γινότανε χαμηλόφωνα, αλλά μπορούσα εύκολα να ακούω. Ένας διάλογος, που και τα δύο μέρη του, τα κρατούσε ο ερωτευμένος θείος μου.
"Πώς μου λες πως δεν με εμπιστεύεσαι;", της έλεγε με ύφος θιγμένο και τα μάτια του δακρυσμένα. Οι συσπάσεις του προσώπου του με κάνανε να πιστέψω πως ο άνθρωπος πονούσε πολύ. Σταμάτησε να μιλάει και το ύφος του έδειχνε πως ακούει τη φωνή εκείνης.
"Μα είναι δυνατόν", της απάντησε, "να μου λες πως είμαι μπομπαπιάτσας;", [πομπώδης, καυχησιάρης, επιδεικτικός]. Ποιός; εγώ; Που όλοι έχουνε να κάνουνε με το συγκρατημένο χαρακτήρα μου;
Μ' αυτά που άκουγα πίστεψα πως είναι ερωτευμένος σε βαθμός απελπισίας. Σχεδόν φοβήθηκα γ' αυτόν.
Ξαφνικά γύρισε και μου είπε:
-Ας περπατήσουμε πιο γρήγορα να σε χαρώ. Θα χάσουμε τη Λουτσίντα. Είναι η ώρα που βγαίνει στην πλατεία.
Έμεινα άναυδος. Αυτός πριν από λίγα δευτερόλεπτα πέθαινε από ερωτική απελπισία και παραληρούσε. Τώρα συνήλθε και ενδιαφέρεται για την τρελή της πλατείας, που τη φωνάζουνε με το όνομα ενός σαπιοκάραβου, που το λενε "ΛΟΥΤΣΙΝΤΑ"......
[Απόσπασμα απο την Νουβέλα του Γιώργου Καπράνου: "Ο ΝΙΟΡΑΝΤΕΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: